ροδοστεφανωμένος — η, ο, Ν στεφανωμένος με ρόδα, αυτός που φορεί στεφάνι από τριαντάφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανωμένος (πρβλ. δαφνο στεφανωμένος)] … Dictionary of Greek
ροδοστέφανος — η, ο, Ν ροδοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στέφανος (< στεφάνι), πρβλ. ανθο στέφανος, ιο στέφανος] … Dictionary of Greek
ροδοστεφάνωτος — η, ο, Ν ροδοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανώνω (πρβλ. δαφνο στεφάνωτος)] … Dictionary of Greek
ροδοστεφής — ές, ΝΑ ροδοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek